σκέπαστρο

σκέπαστρο
το
1. προφυλακτικό σκέπασμα: Πάνω από το φυτώριο έβαλε ένα γυάλινο σκέπαστρο.
2. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τα πυροβόλα από τις εχθρικές βολές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • επίκριο — το (Α ἐπίκριον) η κατώτατη σταυρωτή κεραία τού ιστού τών τρίστηλων ιστιοφόρων νεοελλ. βάτραχος τής οικογένειας τών κεκυλιιδών αρχ. το πλάγιο ξύλο τού ιστού στο οποίο δένονται τα άρμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίκρια* «ικρίωμα, κατάστρωμα, σκέπαστρο»] …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”